Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εκθάρσημα — ἐκθάρσημα, το (Α) αυτό που εμπνέει εμπιστοσύνη … Dictionary of Greek
ἐκθάρσημα — ground for confidence neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)